Η Μικρή Γοργόνα

Αυτό το έργο είναι εμπνευσμένο από το διάσημο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Η μικρή γοργόνα». Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που το διάβασα και ήθελα να φτιάξω κάτι που να έχει σχέση με αυτό. Με άγγιξε πολύ η ιστορία του και ακόμη περισσότερο η αυτοθυσία της μικρής γοργόνας. Προτίμησε ή ίδια να θυσιαστεί, παρά να σκοτώσει αυτόν που είχε ερωτευτεί.

Το ξύλο είναι μονοκόμματο και το έφερα από το Αρκάδι. Το έβαλα μέσα με γερανοφόρο φορτηγό και το δούλεψα ‘επί τόπου’. Ο οδηγός του φορτηγού ονομάζεται Γιώργης Παραγιουδάκης και με έχει βοηθήσει πολλές φορές στην μεταφορά κορμών από τα χωράφια στο χωριό. Η κατασκευή του έργου ήταν δύσκολη γιατί το δούλεψα σχεδόν όλο γονατιστός.

Το παραμύθι αναφέρει πως μια γοργόνα που ζει στη θάλασσα σώζει έναν πρίγκιπα από βέβαιο πνιγμό. Τον βοηθάει να βγει στη στεριά, όμως η ίδια δεν μπορεί να βγει στη στεριά, γιατί έχει ουρά και όχι πόδια. Τον ερωτεύεται και θέλει να ζήσει μαζί του. Κατεβαίνει λοιπόν στον βυθό, επισκέπτεται μια μάγισσα για να τη βοηθήσει να αποκτήσει ανθρώπινα πόδια.

«Μπορείς» της λέει η μάγισσα «να τα αποκτήσεις όμως θα χάσεις την φωνή σου και θα πονέσεις πολύ».

Δεν νοιάζεται η μικρή γοργόνα. Έτσι και έγινε, χάνει την φωνή της αλλά με ανθρώπινα πόδια πια βγαίνει στη στεριά. Όμως ο πρίγκιπας δεν την αναγνωρίζει ως σωτήρα του. Νομίζει πως τον έσωσε μια άλλη κοπέλα και αποφασίζει να την παντρευτεί.

Η γοργόνα για να ξανακατέβει στον ωκεανό πρέπει να αποκτήσει ξανά την ουρά της, κι αυτό για να γίνει θα πρέπει να σκοτώσει τον πρίγκιπα αλλιώς, η ίδια θα μεταμορφωθεί σε αφρό της θάλασσας, με το πρώτο φως του ήλιου!

Και το παραμύθι τελειώνει έτσι:

«……πιο πολύ την πονούσε η πληγή στην καρδιά της. Ήξερε πως ήταν το τελευταίο βράδυ που έβλεπε εκείνον που για χάρη του εγκατέλειψε το σπίτι και την οικογένεια της, απαρνήθηκε τη γοητευτική φωνή της κι υπόμεινε μαρτυρικά ατελείωτα μαρτύρια. Ήταν η τελευταία νύχτα που ανάσανε τον ίδιο αέρα με τον πρίγκιπά της, η τελευταία νύχτα που έβλεπε τη βαθιά θάλασσα και το γαλάζιο ουρανό με τα άστρα του.
Μια νύχτα αιώνια την περίμενε, χωρίς σκέψεις, χωρίς όνειρα, γιατί ούτε είχε ψυχή ούτε υπήρχε ελπίδα να αποκτήσει. Πάνω στο καράβι, περασμένα μεσάνυχτα, τα πανηγύρια κι οι χαρές δεν έλεγαν να σταματήσουν. Κι εκείνη γελούσε και χόρευε με τη σκέψη του θανάτου στην καρδιά της. Ο πρίγκιπας είχε αγκαλιά την όμορφη γυναίκα του και της χάιδευε τα μαύρα μαλλιά. Σε λίγο, πιασμένοι χέρι – χέρι, αποσύρθηκαν στην μεγαλόπρεπη σκηνή.

Όλα τότε ησύχασαν, μόνο ο τιμονιέρης ήταν όρθιος στο πηδάλιο, κι η μικρή γοργόνα είχε ακουμπήσει τα λευκά της χέρια στην κουπαστή και κοίταζε προς την ανατολή. Ήξερε πως η πρώτη αχτίδα του ήλιου θα τη σκότωνε. Είδε τότε τις αδελφές της να ξεπροβάλουν από τη θάλασσα. Ήταν χλωμές όπως κι εκείνη και τα όμορφα μακριά μαλλιά τους δεν χόρευαν πια στον άνεμο. Ήταν κομμένα.
«Τα δώσαμε στη μάγισσα για να σε προστατέψει και να μην πεθάνεις απόψε! Μας έδωσε και ένα μαχαίρι, να το! Βλέπεις πως είναι κοφτερό? Πριν ξημερώσει, πρέπει να το βυθίσεις στην καρδιά του πρίγκιπα κι όταν το ζεστό του αίμα πιτσιλίσει τα πόδια σου, αυτά θα κολλήσουν και θα ξαναγίνουνε ουρά ψαριού. Πάνω εκεί, θα ξαναγίνεις γοργόνα, θα έρθεις κάτω στο βυθό να μας ξαναβρείς και να ζήσεις τα τριακόσια χρόνια σου πριν μεταμορφωθείς σε άψυχο, αλμυρό αφρό. Μη κάθεσαι! Ένας από τους δυο σας πρέπει να πεθάνει πριν από το χάραμα! Βλέπεις αυτή την κόκκινη ανταύγεια στον ουρανό? Σε λίγα λεπτά, ο ήλιος θα έχει βγει κι εσύ θα πεθάνεις!»
Ύστερα βαριά στέναξαν με έναν τρόπο αλλόκοτο και χάθηκαν κάτω από τα κύματα.

Η μικρή γοργόνα τράβηξε την πορφυρένια κουρτίνα της βασιλικής σκηνής, είδε την όμορφη νυφούλα που κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος του πρίγκιπα, γονάτισε μπροστά του, τον φίλησε στο ωραίο του μέτωπο, κοίταξε τον ουρανό, όπου οι ανταύγειες γίνονταν όλο και πιο ζωηρές, κοίταξε το κοφτερό μαχαίρι, και ξανά τον πρίγκιπα που λέγε μες στον ύπνο του τ όνομα της γυναίκας του, και τότε το μαχαίρι άρχισε να τρέμει στο χέρι της γοργόνας.

Μονομιάς, το πέταξε μακριά στη θάλασσα και τα κύματα εκεί που έπεσε βάφτηκαν κόκκινα κι ήταν σα να έσταξε αίμα στο νερό. Η μικρή γοργόνα έριξε ένα μισοσβησμένο βλέμμα στον πρίγκιπα, βούτηξε στη θάλασσα κι ένιωσε το κορμί της να διαλύεται και να γίνεται αφρός» (Χανς Κρίστιαν Άντερσεν).