Οι γονείς μου και εγώ
Αυτό το γλυπτό είναι εμπνευσμένο από δυο διαφορετικές φωτογραφίες που είχαμε στο σπίτι μας. Στη μια φωτογραφία ήταν οι γονείς μου στη Γερμανία το 1984 και στην άλλη ήμουν εγώ όταν ακόμη φορούσα τα βαφτιστικά μου ρούχα, δώρο από τη νονά μου Στέλλα Βελονάκη.
Θα ήθελα να αναφέρω λίγα λόγια για τους γονείς μου. Ο πατέρας μου, Ιωάννης Κουτάντος του Δημητρίου, γεννήθηκε στην Αξό το 1935. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας με οκτώ αδέρφια. Δύσκολα χρόνια, ανάγκασε τον πατέρα του να τον δώσει βοσκάκι στο διπλανό χωρίο στα Ανώγεια σε ηλικία 10 ετών. Η δουλειά του ήταν ‘μαντρατζής’, τη μια ημέρα κατέβαινε στα Ανώγεια με το γαϊδουράκι φορτωμένο ξύλα που έσπαγε και δεμάτιαζε από τη Νίδα, απόσταση 20-25 χιλιομέτρων, και την άλλη μέρα επέστρεφε με φαγητό για τους βοσκούς στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Αυτό το δρομολόγιο συνεχίστηκε για κάποια χρόνια. Όταν ο πατέρας του πέθανε ανέλαβε να βοηθήσει, ως πρωτότοκος γιος, τα αδέλφια του ώστε να μεγαλώσουν, να σπουδάσουν, να βρουν μια δουλειά και να αποκατασταθούν, δηλαδή να παντρευτούν.
Η μάνα μου, Μαρία Μπλάζου του Εμμανουήλ και της Ζαχαρένιας γεννήθηκε στην Αξό το 1951. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και ακολούθησαν άλλα τρία, ο Γιάννης, η Γεωργία και η Θεονύμφη. Δύσκολα χρόνια, η μάνα μου σταμάτησε το σχολείο όταν αποφοίτησε από το Δημοτικό γιατί ως κορίτσι δεν μπορούσε να συνεχίσει σπουδές, αρραβωνιάστηκε στα 15, αλλά τα αδέλφια της σπούδασαν, ο αδελφός της ο Γιάννης μαθηματικός, η Γεωργία κοινωνική λειτουργός και νηπιαγωγός, και η Θεονύμφη νοσηλεύτρια.
Από όταν παντρεύτηκαν η ζωή τους ήταν κοινή, η μάνα μου ανέλαβε τις δουλειές στο σπίτι και την ανατροφή των παιδιών και ο πατέρας μου τις γεωργικές και άλλες εξωτερικές ευθύνες. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια από τη μάνα μου να φροντίζει οκτώ παιδιά και να τα διαβάζει όλα ώστε να σπουδάσουν, αλλά και του πατέρα μου σκληρή χειρωνακτική εργασία επτά ημέρες την εβδομάδα, από νύχτα ως νύχτα. Θυμάμαι κάποια χρόνια που ο πατέρας μου ήταν ταυτόχρονα γεωργός, βοσκός, σκουπιδιάρης, κουρέας και πολλά άλλα. Όσο μπορούσαμε βοηθούσαμε και εμείς τα παιδιά. Θέλω να πιστεύω ότι μεγάλωσαν εργατικά παιδιά και σωστά, έτσι επέλεξα να τους φτιάξω με αυτή την μορφή ως σωστούς οικογενειάρχες και γονέους.
Η μάνα μου είχε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα και όταν μεγαλώσαμε και φύγαμε από το σπίτι έκανε για πολλά χρόνια μια λαογραφική έρευνα στη γύρω περιοχή για να μη νιώθει και μόνη, ίσως μια μέρα να εκδοθεί αυτό το υλικό. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος αισιόδοξος, ακόμη και όταν αρρώστησε με καρκίνο του άρεσε να δημιουργεί ξανά και ξανά κοπάδια με ζώα και να κάνει μεγάλες καλλιέργειες. Πονούσε όταν πονούσε αλλά μετά το άφηνε στην άκρη, έκανε τα καλαμπούρια του και ζούσε τα όνειρά του κάθε μέρα. Απεβίωσε στις 27 Μαρτίου 2004 σε ηλικία 69 ετών. Λένε ότι ένας άνθρωπος δεν πεθαίνει αλλά ζει για πάντα στη μνήμη μας, ανάμεσά μας, ιδιαίτερα άμα είναι πολύ αγαπημένος.